αΐδασμος

αΐδασμος
ἀίδασμος, -ον (Α)
1. ο υποκείμενος σε διαρκή δασμό («ἐκδίδομεν τὴν γῆν ἀίδασμον» — επιγραφή)
2. (και αντίθ.) αδασμολόγητος, αφορολόγητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”